Ηλεκτρονική συνταγογράφηση - Σύμβαση με το ΥΕΘΑ

26510 42003      drkoliosmarios@gmail.com

Μάριος Δ. Κολιός

Ειδικός Καρδιολόγος – Στρατιωτικός Ιατρός

Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ειδικευθείς στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων

Επιστημονικός Συνεργάτης Καρδιολογικής Κλινικής Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων

Εξειδικευθείς στην Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση/European Resuscitation Council-ERC

ERC Course Director/Instructor BLS/AED-ILS-ALS-PALS

Εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση – Πνευμονική εμβολή


Τι είναι η φλεβοθρόμβωση;
Με τον όρο φλεβοθρόμβωση ονομάζουμε την κατάσταση κατά την οποία σχηματίζεται θρόμβος εντός μίας φλέβας. Αυτός ο θρόμβος μπορεί να περιορίσει την ροή του αίματος μέσα από την συγκεκριμένη φλέβα, προκαλώντας οίδημα και πόνο. Πιο συχνά, η φλεβοθρόμβωση εμφανίζεται στις «εν τω βάθει» φλέβες των κάτω άκρων, μηρών ή της πυέλου. Σε αυτή την περίπτωση η πάθηση ονομάζεται «εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση-ΕΦΘ».

Η ΕΦΘ αποτελεί τον πιο συχνό τύπο φλεβικής θρόμβωσης. Παρόλα αυτά, ένας θρόμβος μπορεί να σχηματιστεί οπουδήποτε στο φλεβικό δίκτυο του ανθρώπινου οργανισμού. Στην περίπτωση που τμήμα ή ολόκληρος ο θρόμβος αποσπαστεί από το σημείο σχηματισμού του, μπορεί να ταξιδέψει διαμέσου του φλεβικού δικτύου σε άλλα μέρη του σώματος. Σε αυτή την περίπτωση ο θρόμβος αποκαλείται «έμβολο». Εάν το έμβολο εγκατασταθεί στο αγγειακό δίκτυο των πνευμόνων, προκαλείται η ονομαζόμενη πνευμονική εμβολή (ΠΕ), μία ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση, η οποία οδηγεί στο θάνατο πάνω από 50.000 άτομα ανά έτος στις ΗΠΑ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ΠΕ προκαλείται από θρόμβο που αποκολλάται από φλέβες με εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση στα κάτω άκρα. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ο όρος «φλεβική θρομβοεμβολή» , ο οποίος συμπεριλαμβάνει τόσο την ΕΦΘ όσο και την ΠΕ.

Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για ΕΦΘ;
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την εμφάνιση ΕΦΘ. Εάν σε έναν ασθενή διαγνωσθεί ΕΦΘ, και δεν υφίσταται κάποιος προδιαθεσικός παράγοντας ή πρόσφατη χειρουργική επέμβαση που θα μπορούσε να είχε προκαλέσει την ΕΦΘ, είναι πιθανή η ύπαρξη κάποιας γενετικής/κληρονομούμενης νόσου. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό σε ασθενείς με συγγενείς που επίσης έχουν εκδηλώσει ΕΦΘ ή ΠΕ. Σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά συστήνεται έλεγχος για κληρονομούμενη θρομβοφιλία, χωρίς όμως να αλλάζει και η θεραπευτική αντιμετώπιση της ΕΦΘ.

Ορισμένες καταστάσεις και φάρμακα μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης ΕΦΘ:

• Εγκυμοσύνη
• Παχυσαρκία
• Κάπνισμα
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Προηγούμενη ΕΦΘ ή ΠΕ
• Αυξημένη ηλικία
• Καρκίνος (ορισμένοι καρκίνοι αυξάνουν ουσίες στο αίμα που προκαλούν την πήξη του)
• Νεφρική νόσος
• Ορισμένα φάρμακα (αντισυλληπτικά χάπια, ορμονοθεραπεία, ερυθροποιητίνη, ταμοξιφένη, θαλιδομίδη). Ο κίνδυνος για σχηματισμό θρόμβου αυξάνει ακόμα περισσότερο αν κάποιος λαμβάνει κάποιο από τα προαναφερθέντα φάρμακα και έχει επιπλέον παράγοντες κινδύνου.

Οι χειρουργικές επεμβάσεις, και ιδιαίτερα αυτές που περιλαμβάνουν μηρό, πύελο (λεκάνη), γόνατο, εγκέφαλο ή σπονδυλική στήλη, όπως και τραύμα, αυξάνουν την πιθανότητα δημιουργίας θρόμβου. Ο κίνδυνος συνήθως παραμένει υψηλός και κατά την φάση αποκατάστασης και αποθεραπείας, όσο ο ασθενής παραμένει με περιορισμένη κινητικότητα. Ακόμα και η ακινησία κατά τη διάρκεια υπερατλαντικών ταξιδιών αυξάνει τον κίνδυνο ΕΦΘ.

Επίκτητη θρομβοφιλία: Ορισμένοι τύποι θρομβοφιλίας δεν είναι κληρονομούμενοι , αλλά μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης θρόμβου στο αγγειακό σύστημα.
Κληρονομούμενη θρομβοφιλία: Η κληρονομούμενη θρομβοφιλία αναφέρεται σε γενετικό πρόβλημα κατά το οποίο το αίμα σχηματίζει πήγμα και θρόμβο πιο εύκολα από το φυσιολογικό. Στον σχηματισμό θρόμβου εμπλέκονται ποικίλοι παράγοντες πήξεως, ανάλογα και με το είδος της θρομβοφιλίας.

Για παράδειγμα, ανεπάρκεια αντιθρομβίνης, πρωτεΐνης C ή πρωτεΐνης S ανευρίσκονται σε λιγότερο από 5% των ασθενών που παρουσιάζουν μη προκαλούμενη (unprovoked) φλεβική θρομβοεμβολή (δηλαδή σχηματισμός θρόμβου στο φλεβικό δίκτυο που δεν σχετίζεται με πρόσφατη χειρουργική επέμβαση ή άλλο προδιαθεσικό παράγοντα). Άλλοι παράγοντες, όπως μετάλλαξη του γονιδίου προθρομβίνης ή παράγοντα V Leiden, εμφανίζονται σε ποσοστό 20-25% των ασθενών με φλεβοθρόμβωση. Παρόλα αυτά, ο παράγοντας V Leiden ή μετάλλαξη γονιδίου προθρομβίνης εμφανίζει μέχρι και το 5% κατά τα άλλα υγιών ατόμων.

 

Ποια είναι τα συμπτώματα της ΕΦΘ;
Τα σημεία και συμπτώματα της ΕΦΘ μπορεί να οφείλονται στον ίδιο τον θρόμβο ή να σχετίζονται με συνοδά προβλήματα, και για το λόγο αυτό συνήθως χρειάζονται περαιτέρω απεικονιστικές εξετάσεις. Τα κλασικά συμπτώματα της ΕΦΘ περιλαμβάνουν οίδημα, πόνο, θερμό άκρο και ερυθρότητα.

Πώς τίθεται η διάγνωση της ΕΦΘ;
Εάν το ιστορικό του ασθενούς, τα συμπτώματα και η κλινική εξέταση θέτουν την υποψία ΕΦΘ, χρειάζεται να γίνει διενέργεια περαιτέρω εξετάσεων για την επιβεβαίωση της διάγνωσης. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν τρίπλεξ φλεβών κάτω άκρων, φλεβογραφία, μαγνητική τομογραφία, αξονική τομογραφία και/ή μία εξέταση αίματος που ονομάζεται d-dimer. Σε περίπτωση που υπάρχει υποψία ΠΕ, ο ασθενής χρήζει περαιτέρω εξετάσεων.
D-dimer: Τα d-dimer είναι συστατικό του αίματος που συχνά αυξάνει σε ΕΦΘ και ΠΕ και για το λόγο αυτό είναι πολλές φορές χρήσιμος ο υπολογισμός του για την διάγνωση αυτών των παθήσεων. Αν τα d-dimer είναι αρνητικά και ο ασθενής είναι χαμηλού κινδύνου για ΕΦΘ ή ΠΕ, βάσει του ιστορικού του και της κλινικής εξέτασης, η ΕΦΘ/ΠΕ μπορούν να αποκλειστούν με μεγάλη ακρίβεια και δεν χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Τρίπλεξ φλεβών: Το τρίπλεξ φλεβών (υπέρηχος) χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα για την δημιουργία εικόνων των διάφορων ανατομικών δομών του κάτω άκρου. Για την συγκεκριμένη εξέταση, ο ασθενής ξαπλώνει τόσο ανάσκελα όσο και μπρούμυτα, καθώς γίνεται η εξέταση στο κάτω άκρο. Το τρίπλεξ φλεβών αποτελεί κατά βάση την πιο συνήθη εξέταση για την διάγνωση ΕΦΘ.

Φλεβογραφία με χρήση σκιαγραφικού: Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ένας καθετήρας εισέρχεται στην φλέβα και εγχύεται σκιαγραφικό, επιτρέποντας στον ιατρό να απεικονίσει την φλέβα με την βοήθεια ακτίνων-Χ. Η φλεβογραφία εφαρμόζεται συνήθως σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η διενέργεια τρίπλεξ , όταν οι υπόλοιπες εξετάσεις δεν ήταν βοηθητικές ή όταν οι προηγούμενες εξετάσεις ήταν αρνητικές αλλά υπάρχει ισχυρή υποψία φλεβοθρόμβωσης.

Αφού τεθεί η διάγνωση της ΕΦΘ ή της ΠΕ, ο ιατρός θα πρέπει να αναζητήσει το αίτιο που την προκάλεσε. Σε πολλές περιπτώσεις, η αιτία είναι προφανής, όπως πρόσφατο χειρουργείο ή ακινητοποίηση. Σε άλλες περιπτώσεις, ο ιατρός μπορεί να προβεί σε μία σειρά εξετάσεων (πχ. για αναζήτηση πιθανής θρομβοφιλίας).

Ποια είναι η θεραπεία της ΕΦΘ;
Η θεραπεία της ΕΦΘ και της ΠΕ είναι παρόμοιες. Στην ΕΦΘ ο κύριος στόχος της θεραπείας είναι η πρόληψη της ΠΕ. Άλλοι στόχοι της θεραπείας περιλαμβάνουν την πρόληψη αύξησης του μεγέθους του θρόμβου, πρόληψη δημιουργίας νέων θρόμβων, και πρόληψη μακροχρόνιων επιπλοκών της ΠΕ και ΕΦΘ. Η πρωταρχική θεραπεία της φλεβοθρόμβωσης είναι η αντιπηκτική αγωγή. Άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν την θρομβόλυση και την τοποθέτηση ειδικού φίλτρου σε ευμεγέθη φλέβα (την κάτω κοίλη φλέβα).

Αντιπηκτική αγωγή: Τα αντιπηκτικά φάρμακα συχνά αναφέρονται ως «φάρμακα που αραιώνουν το αίμα». Στην πραγματικότητα δεν λύουν τον θρόμβο, αλλά προλαμβάνουν την δημιουργία νέου. Σε αυτά τα φάρμακα περιλαμβάνονται τόσο οι ηπαρίνες που χορηγούνται υποδόρια όσο και διάφορα από του στόματος αντιπηκτικά φάρμακα. Η διάρκεια της αντιπηκτικής αγωγής πρέπει να είναι ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ τρεις μήνες σε ασθενείς με EΦΘ.

Σε ασθενείς που είχαν εμφανή εκλυτικό παράγοντα, όπως τραύμα , χειρουργείο ή ακινητοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα, η θεραπεία διαρκεί για τρεις μήνες ή μέχρι να εξαλειφθεί ο προδιαθεσικός παράγοντας, εφόσον υφίσταται για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών.

Σε ασθενείς που δεν έχουν κάποιον εμφανή εκλυτικό παράγοντα, η θεραπεία με αντιπηκτική αγωγή μπορεί να χρειαστεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή και εφ όρου ζωής. Παρόλα αυτά, μία τέτοια απόφαση, θα πρέπει να ληφθεί μετά από συζήτηση και ενημέρωση του ασθενούς με τον θεράποντα ιατρό, μετά τρεις μήνες θεραπείας και με συνεχή αξιολόγηση του ασθενούς σε τακτική βάση. Η συνέχιση της αντιπηκτικής αγωγής αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγιών, ενώ η διακοπή της αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης νέου επεισοδίου φλεβοθρόμβωσης.
Σε ασθενείς με δύο ή περισσότερα επεισόδια φλεβοθρόμβωσης ή όταν υφίσταται ένας μόνιμος προδιαθεσικός παράγοντας για την δημιουργία θρόμβου (όπως καρκίνος, αντιφωσφολιπιδαιμικό σύνδρομο), οι περισσότεροι ειδικοί συστήνουν την συνέχιση αντιπηκτικής αγωγής εφ όρου ζωής.

Εφόσον έχει γίνει έναρξη αντιπηκτικής αγωγής και τα συμπτώματα (οίδημα, άλγος) ελέγχονται, συστήνεται ισχυρά η έναρξη βάδισης. Μελέτες έχουν δείξει ότι δεν αυξάνεται ο κίνδυνος για επιπλοκές (πχ. πνευμονική εμβολή) σε ασθενείς που μετά από εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση σηκώνονται και περπατάνε (εφόσον έχει γίνει έναρξη κατάλληλης αγωγής και είναι πια ασυμπτωματικοί) και η βάδιση στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι και ωφέλιμη.

Θρομβολυτική θεραπεία-Θρομβόλυση: Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο θεράπων ιατρός θα συστήσει την χορήγηση ενδοφλεβίως φαρμάκου για την λύση (διάλυση) του θρόμβου. Αυτό το φάρμακο ονομάζεται θρομβολυτικό. Η συγκεκριμένη θεραπεία εφαρμόζεται σε ασθενείς που εμφανίζουν σοβαρές επιπλοκές σχετιζόμενες με ΠΕ ή ΕΦΘ, οι οποίοι έχουν χαμηλό κίνδυνο για αιμορραγικό επεισόδιο ως πιθανή επιπλοκή του φαρμάκου. Η ανταπόκριση στην θρομβολυτική αγωγή είναι βέλτιστη, όσο η χορήγησή της γίνεται συντομότερα από την στιγμή της διάγνωσης της ΠΕ/ΕΦΘ.

Φίλτρο κάτω κοίλης φλέβας: Το φίλτρο κάτω κοίλης φλέβας (ΚΚΦ) είναι μία συσκευή η οποία μπλοκάρει την μεταφορά θρόμβων στην φλεβική κυκλοφορία. Τοποθετείται στην κάτω κοίλη φλέβα (η οποία είναι ευμεγέθης φλέβα στο κατώτερο τμήμα του κορμού που επιστρέφει αίμα προς την καρδιά). Το φίλτρο ΚΚΦ συνήθως τοποθετείται με μικρή τομή μίας κεντρικής φλέβας του κάτω άκρου, με χρήση τοπικού αναισθητικού, μια διαδικασία που διαρκεί περίπου 20 με 30 λεπτά. Το φίλτρο ΚΚΦ συχνά συστήνεται σε ασθενείς που δεν μπορούν ή έχουν αντένδειξη να λάβουν αντιπηκτική αγωγή, λόγω υψηλού αιμορραγικού κινδύνου. Παρόλα αυτά, και το ίδιο το φίλτρο σε βάθος χρόνου μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο θρόμβωσης και χρειάζεται κατάλληλη παρακολούθηση.

Νοσηλευόμενοι ασθενείς: ορισμένοι ασθενείς υψηλού κινδύνου που νοσηλεύονται σε νοσοκομείο, είτε λόγω κάποιου χειρουργείου είτε για κάποια άλλη σοβαρή νόσο, μπορεί να χρειαστεί να λάβουν αντιπηκτική αγωγή ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος θρόμβωσης. Αντιπηκτικά μπορεί να δοθούν και σε εγκύους υψηλού κινδύνου είτε κατά την εγκυμοσύνη είτε μετά τον τοκετό. Σε νοσηλευόμενους ασθενείς μετρίου ή χαμηλού κινδύνου, μπορεί να εφαρμοστούν άλλα μέτρα πρόληψης. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελούν ειδικές συσκευές που πληρούνται με αέρα και φοριούνται γύρω από τα κάτω άκρα, και περιοδικά φουσκώνουν, εφαρμόζοντας ήπια πίεση στα αγγεία του ποδιού, βελτιώνοντας την κυκλοφορία. Επιπλέον μπορεί να χρησιμοποιηθούν ειδικές ελαστικές κάλτσες, οι οποίες εφαρμόζουν ήπια πίεση στα κάτω άκρα, ιδίως στους αστραγάλους (ποδοκνημική άρθρωση). Για όλους τους ασθενείς, η όσο πιο γρήγορη κινητοποίηση μειώνει τον κίνδυνο θρόμβωσης.

Μεγάλα (υπερατλαντικά) ταξίδια: Μεγάλης διάρκειας ταξίδια αυξάνουν τον κίνδυνο για ΕΦΘ από δύο έως και τέσσερις φορές. Ορισμένες συστάσεις για την μείωση πιθανότητας εμφάνισης μίας τέτοιας επιπλοκής, περιλαμβάνουν:

• Έγερση και βάδιση κάθε μία με δύο ώρες
• Χρήση χαλαρών, άνετων ρούχων
• Κάμψη και έκταση των αστραγάλων και των γονάτων περιοδικά, αποφεύγετε το σταυροπόδι, και αλλαγή στάσης σώματος συχνά ενώ κάθεστε
• Πιθανή χρήση ελαστικών καλτσών, μέχρι τουλάχιστον το γόνατο
• Αποφυγή φαρμάκων (πχ υπνωτικών χαπιών, κατασταλτικών κα) ή αλκοόλ, που μπορεί να μειώσουν την ικανότητα να σηκωθείτε και να βαδίσετε

Οι ασθενείς που ήδη έλαβαν θεραπεία για φλεβοθρόμβωση, είναι υψηλού κινδύνου για επανεμφάνιση, αν και ο κίνδυνος είναι σημαντικά χαμηλότερος εφόσον χρησιμοποιείται κάποιο αντιπηκτικό φάρμακο. Ο ασθενής θα πρέπει να είναι πάντα υποψιασμένος σε περίπτωση εμφάνισης πόνου στο πόδι, οιδήματος ή/και ερυθρότητας. Σε περίπτωση εμφάνισης τέτοιας συμπτωματολογίας, πρέπει να γίνει το ταχύτερο δυνατό εκτίμηση από ιατρό.
Αιμορραγία: Τα αντιπηκτικά όπως η ηπαρίνη και η βαρφαρίνη (sintrom) ή τα νεότερα αντιπηκτικά , μπορεί δυνητικά να προκαλέσουν σημαντική αιμορραγία, και θα πρέπει να λαμβάνονται ΑΚΡΙΒΩΣ όπως συστήνει ο θεράπων ιατρός. Σε περίπτωση που παραλειφθεί μία δόση, ο ασθενής θα πρέπει να καλέσει τον θεράποντα ιατρό για οδηγίες. Επιπλέον οι ασθενείς μπορεί να αιμορραγούν πολύ πιο εύκολα, όπως στη μύτη ή στα ούλα, εκτεταμένη έμμηνος ρύση στις γυναίκες, αιματουρία, αίμα στα κόπρανα, εκχυμώσεις και μώλωπες (μελανιές) στο δέρμα, ή αποβολή αίματος μετά από έμετο (γαστρορραγία). Η εσωτερική αιμορραγία μπορεί να προκαλέσει στον ασθενή απώλεια αισθήσεων και λιποθυμία, και είναι πιθανό να μην είναι άμεσα εμφανής. Για τον λόγο αυτό, πάντα θα πρέπει ενημερώνεται ο θεράπων ιατρός. Μερικά μέτρα για την αποφυγή αιμορραγίας είναι:

• Χρήση μαλακής οδοντόβουρτσας
• Ξύρισμα με ηλεκτρική μηχανή αντί για ξυράφι
• Προσοχή στη χρήση μαχαιριού ή ψαλιδιού
• Αποφυγή δραστηριοτήτων που μπορεί να προκαλέσουν κακώσεις (πχ. ανταγωνιστικά αθλήματα με σωματική επαφή)
• Χρήση υλικών ασφαλείας σε δραστηριότητες (πχ. κράνος)
• Αποφυγή λήψης αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή ασπιρίνης εκτός και αν το συστήνει ο θεράπων ιατρός.

Τι είναι η πνευμονική εμβολή;
Η πνευμονική εμβολή (ΠΕ) προκύπτει όταν ένας θρόμβος αποκολλάται από μία φλέβα, συνήθως των κάτω άκρων, ταξιδεύει μέσα στο φλεβικό αγγειακό δίκτυο του σώματος και εγκαθίσταται στους πνεύμονες. Οι περισσότεροι από αυτούς τους θρόμβους δημιουργούνται σε ασθενείς με εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως.
Ο θρόμβος ή οι θρόμβοι αποφράσσουν την αιματική φλεβική ροή εν μέρη ή πλήρως στους πνεύμονες, εμποδίζοντας το οξυγόνο να φτάσει στον εγκέφαλο και το υπόλοιπο σώμα. Τα πνευμονικά έμβολα είναι σπάνια, αλλά μπορεί να αποβούν μοιραία εφόσον δεν αναγνωριστούν και αντιμετωπισθούν έγκαιρα και κατάλληλα.

Ποιοι είναι οι προδιαθεσικοί παράγοντες για ΠΕ;
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες για πνευμονική εμβολή είναι παρόμοιοι με εκείνους για την εμφάνιση εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης. Χειρουργικές επεμβάσεις , ειδικά σε κάτω άκρα ή πύελο, αποτελούν κύριο παράγοντα κινδύνου.

 

Άλλες καταστάσεις περιλαμβάνουν:

• Καρκίνος
• Ακινητοποίηση (συμπεριλαμβανομένου νευρολογικής παράλυσης λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου ή παρατεταμένης νοσηλείας σε νοσοκομείο)
• Προηγούμενη ΕΦΘ ή ΠΕ
• Αυξημένη ηλικία
• Παχυσαρκία
• Εγκυμοσύνη
• Φάρμακα, όπως αναφέρθηκαν και ανωτέρω
• Κάπνισμα
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Νεφρική νόσος

Ποια είναι τα συμπτώματα της ΠΕ;
Τα συμπτώματα και σημεία της πνευμονικής εμβολής μπορεί να ποικίλουν από ασθενή σε ασθενή, ανάλογα με τη θέση και το μέγεθος του εμβόλου και το κομμάτι του πνεύμονα που προσβάλλεται. Συνήθη σημεία και συμπτώματα περιλαμβάνουν:

• Δύσπνοια και ανάγκη του ασθενούς να αναπνέει γρήγορα
• Οξύς, διαξιφιστικός πόνος στο στήθος, που μπορεί να επιτείνεται με την βαθιά εισπνοή
• Βήχας ή βήχας με αιμορραγικά φλέματα
• Ταχυκαρδία
• Ζάλη ή λιποθυμία

Εφόσον συνυπάρχουν κάποια από αυτά τα συμπτώματα σε συνδυασμό με οίδημα και/ή πόνο κάτω άκρου, η πιθανότητα ΠΕ αυξάνεται ακόμα περισσότερο.

Πώς τίθεται η διάγνωση της πνευμονικής εμβολής;
Ο ιατρός θα καθορίσει με βάση το ιστορικό, τα σημεία και συμπτώματα, την πιθανότητα να έχει υποστεί ο ασθενής πνευμονική εμβολή. Σε αυτή την περίπτωση, θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται τα d-dimer (όπως ήδη έχει αναφερθεί προηγουμένως), σπειροειδής αξονική τομογραφία, σπινθηρογράφημα αερισμού/αιμάτωσης και σπανιότερα πνευμονική αγγειογραφία. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς μπορεί να ελεγχθούν για ΕΦΘ, καθώς σε περίπτωση που αναδειχθεί ΕΦΘ, η θεραπεία είναι η ίδια όπως και στην ΠΕ.

Σπειροειδής αξονική τομογραφία: Η σπειροειδής αξονική τομογραφία χρησιμοποιεί συνδυασμό ακτίνων-Χ και ηλεκτρονικών μέσων-υπολογιστών με σκοπό τη λήψη λεπτομερών εικόνων του εσωτερικού του σώματος. Ο ασθενής τοποθετείται ξαπλωμένος σε μία ειδική δομή σε σχήμα σωλήνα και γίνεται έγχυση σκιαγραφικού ενδοφλεβίως που αναδεικνύει τα αγγεία των πνευμόνων. Η σπειροειδής αξονική τομογραφία είναι η εξέταση εκλογής σε μεγάλα κέντρα, παρόλα αυτά μπορεί να μην ενδείκνυται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή γνωστή αλλεργία στο σκιαγραφικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοστεί κάποια άλλη διαγνωστική μέθοδος, όπως το σπινθηρογράφημα αερισμού/αιμάτωσης ή να γίνει κατάλληλη προετοιμασία του ασθενούς σε περίπτωση γνωστής αλλεργικής αντίδρασης στο παρελθόν.

Σπινθηρογράφημα αερισμού/αιμάτωσης: Το σπινθηρογράφημα αερισμού/αιμάτωσης χρησιμοποιείται επίσης αρκετά συχνά για τη διάγνωση της ΠΕ. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ο ασθενής εισπνέει μία μικρή ποσότητα ενός ραδιοφαρμάκου. Επίσης ραδιοφάρμακο εγχύεται ενδοφλεβίως στην αιματική κυκλοφορία. Στη συνέχεια, μία ειδική συσκευή ανιχνεύει τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται τα ραδιοφάρμακα στους πνεύμονες. Εφόσον ένας ασθενής έχει πνευμονική εμβολή, ο ανιχνευτής θα αναδείξει μία περιοχή του πνεύμονα που αερίζεται αλλά δεν αιματώνεται, λόγω απόφραξης από θρόμβο.

Πνευμονική αγγειογραφία: Οι μη επεμβατικές μέθοδοι για τη διάγνωση της ΠΕ έχουν εξελιχθεί σημαντικά που σπάνια χρειάζεται να διενεργηθεί πνευμονική αγγειογραφία. Παρόλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις , μερικοί ασθενείς μπορεί να χρειαστεί να υποβληθούν για την επιβεβαίωση ή διάγνωση της ΠΕ. Η πνευμονική αγγειογραφία επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση ενός καθετήρα στην φλεβική κυκλοφορία (συνήθως στην περιοχή του μηρού). Ο καθετήρας προωθείται μέχρι τα αγγεία των πνευμόνων όπου και γίνεται έγχυση σκιαγραφικού, αναδεικνύοντας την πνευμονική κυκλοφορία με την βοήθεια ακτίνων-Χ.

Όπως και στην ΕΦΘ, σε περίπτωση ΠΕ, μετά την διάγνωσή της, πρέπει να αναζητηθεί ο λόγος για τον οποίο εκδηλώθηκε η ΠΕ, ώστε να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για να μην επανεμφανιστεί.
Η θεραπεία της ΠΕ είναι παρόμοια με εκείνη ης ΕΦΘ, και περιλαμβάνει την χρήση αντιπηκτικών φαρμάκων ή σε ορισμένες περιπτώσεις, θρομβολυτικών φαρμάκων και τοποθέτηση φίλτρου κάτω κοίλης φλέβας. Τα αντιπηκτικά φάρμακα θα πρέπει να λαμβάνονται για τουλάχιστον τρεις μήνες, κατά αναλογία με την θεραπεία της ΕΦΘ.

Μάριος Δ. Κολιός
Ειδικός Καρδιολόγος-Στρατιωτικός Ιατρός

Βιβλιογραφία:
Kelman CW, Kortt MA, Becker NG, et al. Deep vein thrombosis and air travel: record linkage study. BMJ 2003; 327:1072.
Chee YL, Watson HG. Air travel and thrombosis. Br J Haematol 2005; 130:671.
Rathbun SW, Whitsett TL, Vesely SK, Raskob GE. Clinical utility of D-dimer in patients with suspected pulmonary embolism and nondiagnostic lung scans or negative CT findings. Chest 2004; 125:851.
Guidelines on diagnosis and management of acute pulmonary embolism. Task Force on Pulmonary Embolism, European Society of Cardiology. Eur Heart J 2000; 21:1301.
Qaseem A, Snow V, Barry P, et al. Current diagnosis of venous thromboembolism in primary care: a clinical practice guideline from the American Academy of Family Physicians and the American College of Physicians. Ann Intern Med 2007; 146:454.
Segal JB, Streiff MB, Hofmann LV, et al. Management of venous thromboembolism: a systematic review for a practice guideline. Ann Intern Med 2007; 146:211.
Snow V, Qaseem A, Barry P, et al. Management of venous thromboembolism: a clinical practice guideline from the American College of Physicians and the American Academy of Family Physicians. Ann Fam Med 2007; 5:74.
Blann AD, Lip GY. Venous thromboembolism. BMJ 2006; 332:215.

ΜΑΡΙΟΣ Δ. ΚΟΛΙΟΣ

Ειδικός Καρδιολόγος – Στρατιωτικός Ιατρός

Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ειδικευθείς στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων

Επιστημονικός Συνεργάτης Καρδιολογικής Κλινικής Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων

Εξειδικευθείς στην Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση/European Resuscitation Council-ERC

ERC Course Director/Instructor BLS/AED-ILS-ALS-PALS

Ιωάννινα

Διεύθυνση

Λεωφόρος Δωδώνης 24 - 2ος όροφος,

ΤΚ: 45332, Ιωάννινα

Τηλέφωνα επικοινωνίας

Ιωάννινα: 26510 42003 - 6944776210

Email

drkoliosmarios@gmail.com

Θα μας βρείτε στα:














by site4doctor and MyMedical