Βηματοδότης
Τι είναι ο βηματοδότης;
Ο βηματοδότης είναι μία ηλεκτρονική συσκευή που διεγείρει την καρδιά με κατάλληλα ηλεκτρικά ερεθίσματα με στόχο τη διατήρηση ή αποκατάσταση ενός φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού.
Το ηλεκτρικό κύκλωμα της καρδιάς
Η καρδιά διαθέτει το δικό της ηλεκτρικό κύκλωμα που παράγει ηλεκτρικά ερεθίσματα, το οποίο και ονομάζεται ερεθισματαγωγό σύστημα. Το συγκεκριμένο σύστημα παράγει ηλεκτρικά ερεθίσματα τα οποία διέρχονται της καρδιάς και την βοηθούν να συστέλλεται με οργανωμένο και ρυθμικό τρόπο.
Το ηλεκτρικό ερέθισμα, ή αλλιώς δυναμικό ενέργειας, δημιουργείται από ένα εξειδικευμένο κέντρο το οποίο ονομάζεται φλεβόκομβος, που συχνά αποκαλείται «ο φυσιολογικός βηματοδότης» της καρδιάς και στη συνέχεια μεταβαίνει στους δύο κόλπους της καρδιάς. Έπειτα εξαπλώνεται σε μία άλλη περιοχή που ονομάζεται κολποκοιλιακός κόμβος. Σε αυτή την περιοχή η ταχύτητα με την οποία άγεται το ερέθισμα μειώνεται στιγμιαία, και έπειτα το ερέθισμα μεταβαίνει στις κοιλίες της καρδιάς, προκαλώντας την συστολή τους.
Τι είναι οι αρρυθμίες;
Το ερεθισματαγωγό σύστημα όταν λειτουργεί φυσιολογικά, βοηθά την καρδιά να αντλεί αίμα και να το ωθεί σε ολόκληρο το σώμα. Όταν η μετακίνηση των ηλεκτρικών ερεθισμάτων είναι προβληματική, τότε εμφανίζονται οι αρρυθμίες. Ο όρος αρρυθμία είναι ευρύς και με τη λέξη αυτή εννοείται ότι υπάρχει μία διαταραχή στην παραγωγή ή αγωγή του ερεθίσματος στην καρδιά. Οι αρρυθμίες κατηγοριοποιούνται σε βραδυαρρυθμίες , όταν ο καρδιακός ρυθμός είναι ιδιαίτερα αργός, και ταχυαρρυθμίες, όταν ο καρδιακός ρυθμός είναι ιδιαίτερα γρήγορος.
Ποια είναι τα συμπτώματα μίας αρρυθμίας;
Τα συμπτώματα μιας αρρυθμίας μπορεί να ποικίλουν, και εξαρτώνται τόσο από το είδος της αρρυθμίας , όσο και από την ύπαρξη άλλων συνοδών προβλημάτων υγείας, και κυρίως καρδιακών προβλημάτων. Ενώ κάποιοι ασθενείς μπορεί να είναι ασυμτωματικοί, άλλοι μπορεί να εκδηλώνουν μια μεγάλη γκάμα συμπτωμάτων, στα οποία περιλαμβάνονται:
- Απώλεια συνείδησης (Συγκοπή)
- Ζάλη (Προσυγκοπή)
- Αίσθημα παλμών (αίσθημα φτερουγίσματος στην καρδιά)
- Σύγχυση
- Έντονη κόπωση
- Δύσπνοια (Δυσκολία στην αναπνοή)
Ποια είναι τα υποκείμενα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε αρρυθμία;
Ποικίλες καταστάσεις μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση αρρυθμιών. Μερικές από αυτές είναι:
- Στεφανιαία νόσος, κατά την οποία η καρδιά έχει δυσλειτουργία ή βλάβη εξαιτίας στένωσης ή απόφραξης μία από τις αρτηρίες που την αιματώνει
- Βλάβη από έμφραγμα μυοκαρδίου, κατά το οποίο αναπτύχθηκε ουλώδης ιστός στο μυοκάρδιο
- Συγκεκριμένες δομικές καρδιακές διαταραχές που είναι παρούσες κατά την γέννηση (συγγενείς διαμαρτίες)
- Κληρονομούμενες γενετικές ανωμαλίες που οφείλονται σε μεταλλάξεις γονιδίων, οι οποίες μπορεί να μην σχετίζονται με δομική βλάβη, αλλά μπορεί να προκαλέσουν την εμφάνιση αρρυθμιών
- Διαταραχές στον έλεγχο και ρύθμιση του καρδιακού ρυθμού και του αγγειακού τόνου από το νευρικό σύστημα , οδηγώντας σε λιποθυμία (γνωστή επιστημονικά με τον όρο νευροκαρδιογενής συγκοπή)
- Νοσήματα του μυοκαρδίου (του καρδιακού μυός) που ονομάζονται μυοκαρδιοπάθειες
- Θεραπείες με ειδικά φάρμακα τα οποία μπορεί να τροποποιήσουν τον φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό
- Η φυσιολογική γήρανση του καρδιακού μυός
Υπάρχουν πολλές κατηγορίες βηματοδοτών;
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που τοποθετούνται ή τις καρδιακές κοιλότητες που βηματοδοτούν. Μία ευρεία κατηγοριοποίηση αφορά τους μόνιμους και προσωρινούς βηματοδότες.
Οι τεχνητοί βηματοδότες αποτελούν ειδικές ηλεκτρονικές συσκευές που διεγείρουν την καρδιά με κατάλληλα ηλεκτρικά ερεθίσματα με στόχο τη διατήρηση ή αποκατάσταση ενός φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού, σε ασθενείς με χαμηλή καρδιακή συχνότητα. Υπάρχει μία ευρεία ποικιλία καταστάσεων κατά τις οποίες συστήνεται η εμφύτευση ενός βηματοδότη. Κατά κύριο λόγο, οι βηματοδότες εμφυτεύονται σε ασθενείς που έχουν έναν χαμηλό καρδιακό ρυθμό, όπως περιεγράφηκε και ανωτέρω. Η απόφαση για τη χρήση αλλά και για το είδος μίας τέτοιας συσκευής, εξαρτάται από:
- Την ακριβή φύση και υποκείμενη αιτία της αρρυθμίας
- Αν η αρρυθμία έχει χαρακτήρα μόνιμο ή προσωρινό
- Την παρουσία ή όχι συμπτωμάτων όπως αναφέρθηκαν προηγουμένως
- Τις υποκείμενες καρδιακές συνθήκες
- Την επιθυμητή συχνότητα βηματοδότησης
Πώς λειτουργεί ένας βηματοδότης;
Ένας τεχνητός βηματοδότης παράγει το ηλεκτρικό ερέθισμα (ή δυναμικό ενέργειας) το οποίο διεγείρει τον καρδιακό μυ. Αν και υπάρχουν διάφοροι τύποι βηματοδοτών, σε γενικές γραμμές περιλαμβάνουν τα εξής στοιχεία:
• Ένα μεταλλικό λεπτό κουτί το οποίο ονομάζεται γεννήτρια, το οποίο περιέχει την πηγή ενέργειας για την παραγωγή των ηλεκτρικών ερεθισμάτων του βηματοδότη. Επιπλέον, η γεννήτρια διαθέτει ένα μικρό επεξεργαστή ο οποίος μπορεί να προγραμματιστεί να ρυθμίζει την συχνότητα βηματοδότησης, το είδος της βηματοδότησης, την ενέργεια του εκάστοτε ερεθίσματος, και άλλες παραμέτρους. Η γεννήτρια στους περισσότερους σύγχρονους βηματοδότες ζυγίζει μόλις 30 με 50 γραμμάρια.
• Εύκαμπτα καλώδια (ηλεκτρόδια) μεταφέρουν τα ηλεκτρικά ερεθίσματα από την γεννήτρια προς τον καρδιακό μυ , ενώ ταυτόχρονα μεταφέρουν πληροφορίες για την αυτόχθονη ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς προς τον βηματοδότη. Μπορεί να υπάρχουν πολλά ηλεκτρόδια τα οποία έχουν τοποθετηθεί μέσα στην καρδιά, συνηθέστερα στον δεξιό κόλπο και την δεξιά κοιλία. Τελευταία αναπτύσσεται και ένας νέος τύπος βηματοδοτών , ο οποίος δεν απαιτεί την χρήση ηλεκτροδίων.
Ποια είναι τα είδη των βηματοδοτών;
Έχει αναπτυχθεί μία μεγάλη ποικιλία ειδών βηματοδότη και τρόπων βηματοδότησης με στόχο την διατήρηση ενός φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού. Όλοι οι κλασικοί βηματοδότες ανιχνεύουν την αυτόχθονη, ενδογενή ηλεκτρική δραστηριότητα (δηλαδή τα ερεθίσματα που παράγονται φυσιολογικά από τον φλεβόκομβο), και παράγουν ένα ηλεκτρικό ερέθισμα όταν η αυτόχθονη ηλεκτρική δραστηριότητα μειωθεί κάτω από ένα προγραμματισμένο όριο. Επιπλέον, οι βηματοδότες μπορούν να ανιχνεύουν την φυσική δραστηριότητα του ασθενούς, και να μεταβάλλουν την καρδιακή συχνότητα ανάλογα με τον βαθμό άσκησης (πχ σε έντονη σωματική δραστηριότητα, να αυξάνεται η καρδιακή συχνότητα).
Προσωρινός βηματοδότης: Ο προσωρινός βηματοδότης , όπως λέει και το όνομά του, είναι για βραχείας διάρκειας χρήση, και χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια νοσηλείας σε νοσοκομείο. Σε αυτή την περίπτωση η αρρυθμία η οποία χρήζει βηματοδότησης, αναμένεται να είναι παροδική και να παρέλθει μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, ή αποτελεί την γέφυρα μέχρι να γίνει εμφύτευση μόνιμου βηματοδότη.
Μόνιμος βηματοδότης: Ο μόνιμος βηματοδότης ενδείκνυται για μακροχρόνια αντιμετώπιση αρρυθμιών. Υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις για την εμφύτευση ενός μόνιμου βηματοδότη. Σε γενικές γραμμές, ενδείκνυται σε καταστάσεις οι οποίες είναι χρόνιες ή επαναλαμβανόμενες και δεν οφείλονται σε παροδικό αίτιο. Ο βηματοδότης συνήθως εμφυτεύεται στον μαλακό ιστό κάτω από το δέρμα, στην περιοχή κάτωθεν της κλείδας. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να τοποθετηθεί στην κοιλιακή χώρα. Η εμφύτευση βηματοδότη απαιτεί ειδικό αποστειρωμένο εργαστήριο και γίνεται από εξειδικευμένο έμπειρο προσωπικό (ειδικό καρδιολόγο-αρρυθμιολόγο). Για την αποφυγή πόνου, εφαρμόζεται τοπική αναισθησία ή και ήπια καταστολή, ενώ σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί γενική αναισθησία. Η σωστή τοποθέτηση των ηλεκτροδίων συνήθως ελέγχεται με την χρήση ακτίνων Χ ενώ η διάρκεια της επέμβασης κυμαίνεται ανάλογα με το είδος του βηματοδότη που πρόκειται να εμφυτευθεί.
Η αποκατάσταση μετά την τοποθέτηση βηματοδότη είναι ταχεία, με έναν μικρό περιορισμό σε ορισμένες δραστηριότητες και κινήσεις του χεριού στο οποίο εμφυτεύθηκε ο βηματοδότης για τις επόμενες 2-4 εβδομάδες. Η παραμονή στο νοσοκομείο είναι βραχεία. Παρόλα αυτά, σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστούν επιπλοκές όπως τρώση πνεύμονα (πνευμοθώρακας), μόλυνση, καρδιακός επιπωματισμός και αιμορραγία.
Πώς πρέπει να παρακολουθείται ένας μόνιμος βηματοδότης;
Οι ασθενείς που έχουν εμφυτευμένο μόνιμο βηματοδότη, θα πρέπει να παρακολουθούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Η κατάσταση και λειτουργία του βηματοδότη θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά με στόχο την παροχή πληροφοριών για τον καρδιακό ρυθμό του ασθενούς, τη λειτουργία των ηλεκτροδίων του βηματοδότη, την διάρκεια της γεννήτριας (μπαταρίας του βηματοδότη) και την παρουσία τυχόν ανώμαλου καρδιακού ρυθμού. Η γεννήτρια ενός βηματοδότη συνήθως είναι μπαταρία λιθίου, η οποία κατά μέσο όρο έχει διάρκεια ζωής 5-8 χρόνια πριν χρειαστεί αντικατάσταση. Όταν η μπαταρία αρχίζει να εξαντλείται, αυτό γίνεται με σταδιακό και προβλέψιμο τρόπο, δίνοντας την δυνατότητα και τον χρόνο για να ανιχνευθεί και να προγραμματιστεί αντικατάστασή της. Η αντικατάσταση της μπαταρίας του βηματοδότη είναι συνήθως πολύ απλή διαδικασία , κατά την οποία γίνεται μία μικρή τομή στο δέρμα στο σημείο εμφύτευσης της γεννήτριας, αφαίρεση της παλιάς γεννήτριας και εμφύτευση της νέας η οποία και επανασυνδέεται με τα ήδη προϋπάρχοντα ηλεκτρόδια.
Τι συμβαίνει με τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία;
Παρόλο που οι σύγχρονοι βηματοδότες είναι λιγότερο ευαίσθητοι σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία σε σχέση με τους παλαιότερους, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να επηρεαστεί η λειτουργικότητά τους από ηλεκτρομαγνητική ενέργεια. Για το λόγο αυτό, οι ειδικοί προτείνουν τα εξής:
Οικιακός εξοπλισμός: Οι κατασκευαστές βηματοδοτών δεν προτείνουν κάποια ιδιαίτερη προστασία από οικιακές συσκευές, όπως φούρνοι μικροκυμάτων, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, τοστιέρες και ηλεκτρικές κουβέρτες.
Κινητά τηλέφωνα: Στοιχεία από έρευνες αναφέρουν ότι τα κινητά τηλέφωνα δεν προκαλούν παρεμβάσεις στους μόνιμους βηματοδότες. Αν και ορισμένα παλαιότερα μοντέλα βηματοδοτών και απινιδιστών παρουσίαζαν ενίοτε παρεμβολές από κινητά τηλέφωνα, η κλινική εμπειρία δείχνει ότι οι σύγχρονοι βηματοδότες και απινιδιστές δεν παρουσιάζουν σημαντικές παρεμβολές από χρήση κινητών τηλεφώνων, ή άλλων ασύρματων μέσων.
Αντικλεπτικά συστήματα: Αντικλεπτικά συστήματα με χρήση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας μπορεί να βρίσκονται σε χώρους εργασίας, αεροδρόμια, καταστήματα, δικαστήρια ή άλλες περιοχές υψηλής ασφαλείας. Παρόλο που η αλληλεπίδρασή τους με βηματοδότες είναι πιθανή, είναι σχετικά απίθανο να υπάρξει σημαντική κλινικά αλληλεπίδραση σε κάποιον ασθενή που διέρχεται περπατώντας από ένα τέτοιο πεδίο. Οι ειδικοί προτείνουν:
- Να γνωρίζει ο ασθενής τέτοια σημεία με αντικλεπτικά συστήματα, και εφόσον διέρχεται, να περπατάει με κανονικό ρυθμό, χωρίς να παραμένει εντός αυτών
- Αποφυγή παραμονής κοντά σε τέτοια συστήματα
Μεταλλικοί ανιχνευτές αεροδρομίων: Παρόμοια με τα αντικλεπτικά συστήματα, οι μεταλλικοί ανιχνευτές αεροδρομίων μπορεί να αλληλεπιδράσουν με βηματοδότες, αν και αρκετά σπάνια, και επιπλέον, ο ίδιος ο βηματοδότης μπορεί να ενεργοποιήσει τον ανιχνευτή μετάλλων. Για τους λόγους αυτούς , οι ασθενείς θα πρέπει να φέρουν την ταυτότητα του βηματοδότη και να υφίστανται χειροκίνητο έλεγχο από το προσωπικό του αεροδρομίου.
Διαγνωστικές ή θεραπευτικές παρεμβάσεις: Ειδικές κατηγορίες χειρουργείων και παρεμβάσεων μπορεί να επηρεάσουν την λειτουργία του βηματοδότη. Ιδιαίτερα ο ηλεκτροκαυτηριασμός μπορεί να αναστείλει την λειτουργία του βηματοδότη. Για το λόγο αυτό, είναι σύνηθες να απαιτείται τροποποίηση της λειτουργίας του βηματοδότη πριν από μία χειρουργική επέμβαση και επαναπρογραμματισμός μετά από αυτή. Σε αυτές τις παρεμβάσεις περιλαμβάνονται:
• Μαγνητική τομογραφία, η οποία χρησιμοποιεί ισχυρά μαγνητικά πεδία. Για τους περισσότερους ασθενείς με βηματοδότη, η μαγνητική τομογραφία έχει σχετική αντένδειξη
• Διαδερμική ηλεκτρική διέγερση νεύρων/μυών , η οποία αποτελεί και μέθοδο ανακούφισης από πόνο
• Διαθερμία , η οποία και θερμαίνει σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες, τμήματα ιστών διαφόρων οργάνων χρησιμοποιώντας ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
• Εξωσωματική λιθοτριψία, όπου χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα για την διάλυση λίθων σε νεφρούς ή χοληδόχο κύστη
• Θεραπευτική ακτινοβόληση σε ασθενείς με καρκίνο ή όγκους, η οποία μπορεί να προκαλέσει μόνιμη βλάβη του βηματοδότη
• Κάθε χειρουργείο στο οποίο θα χρησιμοποιηθεί ηλεκτροκαυτηριασμός. Ο κίνδυνος σε αυτή την περίπτωση είναι μεγαλύτερος, όσο πιο κοντά στην γεννήτρια εφαρμόζεται ο ηλεκτροκαυτηριασμός.
Για τους λόγους αυτούς, ο ιατρός, ο οδοντίατρος ή άλλος πάροχος υγείας θα πρέπει να ενημερώνεται για την παρουσία του βηματοδότη από τον ασθενή.