Ανεπάρκεια Μιτροειδούς Βαλβίδας
Τι είναι η ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας;
Η ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας είναι μία αρκετά συχνή βαλβιδοπάθεια. Σε παρουσία ανεπάρκειας μιτροειδούς βαλβίδας, το αίμα παλινδρομεί προς τα πίσω, διαμέσου της μιτροειδούς βαλβίδας, όταν η καρδιά συσπάται. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται η ποσότητα αίματος που αντλεί η καρδιά προς τα πρόσω, και επομένως προς το υπόλοιπο ανθρώπινο σώμα.
Η καρδιά είναι μία αντλία η οποία αποτελείται από τέσσερις κοιλότητες: τον δεξιό κόλπο, την δεξιά κοιλία, τον αριστερό κόλπο και την αριστερή κοιλία. Το αίμα που επιστρέφει από το σώμα προς την καρδιά, αρχικά ρέει προς τον δεξιό κόλπο και έπειτα στην δεξιά κοιλία. Από την δεξιά κοιλία το αίμα αντλείται προς τους πνεύμονες, όπου και οξυγονώνεται. Στη συνέχεια το αίμα επιστρέφει στην καρδιά , προς τον αριστερό κόλπο. Από τον αριστερό κόλπο, διαμέσου της μιτροειδούς βαλβίδας, το αίμα ρέει προς την αριστερή κοιλία και από εκεί διοχετεύεται, οξυγονωμένο πια, σε ολόκληρο τον οργανισμό, διαμέσου της αορτής.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η καρδιά συσπάται και χαλάται με ρυθμό. Αυτή η δραστηριότητα μεταβάλλει τις πιέσεις περιοδικά μέσα στις καρδιακές κοιλότητες, επιτρέποντας την άντληση αίματος και πλήρωση των κοιλοτήτων με αίμα κατά την φάση της διαστολής (χάλασης) και την προώθησή του προς τα πρόσω κατά την φάση της συστολής (σύσπασης).
Η καρδιά διαθέτει τέσσερις βαλβίδες:
Δύο βαλβίδες διαχωρίζουν τις ανώτερες με τις κατώτερες κοιλότητες: μία από την δεξιά πλευρά της καρδιάς (τριγλώχινα βαλβίδα) και μία από την αριστερή πλευρά της (μιτροειδής βαλβίδα).
Δύο βαλβίδες διαχωρίζουν την καρδιά από τα αγγεία : μία βρίσκεται μεταξύ της καρδιάς και των πνευμόνων (πνευμονική βαλβίδα) και μία μεταξύ της καρδιάς και της αορτής (αορτική βαλβίδα).
Οι καρδιακές βαλβίδες αποτελούνται από «πορτάκια» που ονομάζονται γλωχίνες ή πτυχές, και οι οποίες ανοίγουν και κλείνουν περιοδικά διασφαλίζοντας την αποκλειστικά προς τα πρόσω ροή του αίματος.
Όταν υπάρχει ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας, αίμα παλινδρομεί προς τα πίσω , διαμέσου της μιτροειδούς βαλβίδας προς τον αριστερό κόλπο. Αυτό σημαίνει ότι λιγότερο αίμα αντλείται από την καρδιά προς την συστηματική κυκλοφορία (στο υπόλοιπο σώμα). Εάν η ποσότητα του παλινδρομούντος αίματος είναι μικρή και δεν εξελίσσεται σε βάθος χρόνου, η ανεπάρκεια μιτροειδούς δεν έχει καμία κλινική σημασία.
Εάν η ποσότητα του παλινδρομούντος αίματος είναι σημαντική (μέτρια ή σοβαρή), η αριστερή κοιλία της καρδιάς πρέπει να δουλέψει πιο σκληρά ώστε να μπορέσει να αντλήσει τις απαραίτητες ποσότητες οξυγονωμένου αίματος προς το ανθρώπινο σώμα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του σε οξυγόνο. Σε βάθος χρόνου, ο καρδιακός μυς (μυοκάρδιο) και το κυκλοφορικό σύστημα υπόκεινται σε μία σειρά αλλαγών για την διατήρηση αυτών των αυξημένων απαιτήσεων. Αυτές οι αλλαγές γίνονται σε βάθος ετών , ακόμη και δεκαετιών, ανάλογα με την σοβαρότητα της ανεπάρκειας και την ανταπόκριση της καρδιάς. Επίσης, η αιτία της ανεπάρκειας μιτροειδούς βαλβίδας καθορίζει και την ταχύτητα με την οποία μπορεί να επιδεινωθεί η καρδιακή λειτουργία.
Πώς διαχωρίζονται τα στάδια εξέλιξης της ανεπάρκειας μιτροειδούς βαλβίδας;
Φάση αντιρρόπησης: Η κύρια μεταβολή κατά την διάρκεια αυτής της φάσης είναι η διάταση (μεγέθυνση) της αριστερής κοιλίας. Αυτή είναι γνωστή ως φάση αντιρρόπησης, η οποία συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα , ο καρδιακός ρυθμός είναι συνήθως φυσιολογικός και συνήθως δεν χρειάζεται κάποια χειρουργική αντιμετώπιση.
Φάση μετάβασης: Καθώς η ανεπάρκεια μιτροειδούς εξελίσσεται, ο καρδιακός μυς αρχίζει να αδυνατεί, και η αριστερή κοιλία παύει να αντιρροπεί. Αυτή η φάση ονομάζεται φάση μετάβασης. Ο λόγος για τον οποίο σταματάει η φάση αντιρρόπησης και ο ασθενής βαίνει σε φάση μετάβασης, δεν είναι ξεκάθαρος, αλλά φαίνεται ότι παίζουν ρόλο αλλαγές στην καρδιακή λειτουργία και δομή λόγω της σταδιακής διάτασης της αριστερής κοιλίας. Σε αυτή τη φάση μπορεί να γίνουν εμφανή συμπτώματα όπως κόπωση, μειωμένη ικανότητα για άσκηση και δυσκολία στην αναπνοή (δύσπνοια). Παρόλα αυτά, ορισμένοι ασθενείς μπορεί να μην παρουσιάζουν συμπτώματα. Η χειρουργική αντιμετώπιση συνήθως συνιστάται όταν ο ασθενής βαίνει σε φάση μετάβασης.
Φάση απορρύθμισης: Καθώς η αριστερή κοιλία διατείνεται και λειτουργεί λιγότερο αποδοτικά, ο αριστερός κόλπος επίσης διατείνεται και εμφανίζονται καρδιακές αρρυθμίες και αύξηση της πίεσης στα αγγεία των πνευμόνων (πνευμονική υπέρταση). Σε βάθος χρόνου, αυτές οι μεταβολές γίνονται μη αναστρέψιμες, καθώς τα συμπτώματα και σημεία καρδιακής ανεπάρκειας γίνονται πιο έκδηλα.
Ποια είναι τα αίτια ανεπάρκειας μιτροειδούς βαλβίδας;
Ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας είναι παρούσα σε άλλοτε άλλο βαθμό σε ποσοστό που ξεπερνάει το 70% των ενηλίκων. Παρόλα αυτά η μέτριου ή σοβαρού βαθμού ανεπάρκεια είναι αρκετά πιο σπάνια. Η σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας μπορεί να αναπτυχθεί ως συνέπεια κάποιας διαταραχής της ίδιας της βαλβίδας ή κάποιας άλλης καρδιακής νόσου, συμπεριλαμβανομένου τα εξής:
- Πρόπτωση μιτροειδούς βαλβίδας: Η πρόπτωση μιτροειδούς βαλβίδας εμφανίζεται όταν μία γλωχίνα της βαλβίδας έχει πιο ανώμαλη μορφολογία ή/και είναι πιο ευμεγέθης, με αποτέλεσμα οι γλωχίνες της βαλβίδας να μην κλείνουν φυσιολογικά. Αυτή η ανώμαλη κινητικότητα των γλωχίνων μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας. Αν και οι περισσότεροι ασθενείς με πρόπτωση μιτροειδούς βαλβίδας έχουν μόνο διαφυγή (ελάχιστη παλινδρόμηση αίματος προς τον αριστερό κόλπο) ή ήπια ανεπάρκεια μιτροειδούς, ορισμένοι μπορεί να αναπτύξουν σοβαρού βαθμού ανεπάρκεια μιτροειδούς (διαβάστε περισσότερα στον σύνδεσμο https://kolios-kardiologos.gr/πρόπτωση-μιτροειδούς-βαλβίδας ).
- Λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα: Η λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα είναι μία λοίμωξη (φλεγμονή) των καρδιακών βαλβίδων που οφείλεται σε βακτήρια, μύκητες, ή άλλους μικροοργανισμούς που εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος. Καθώς οι μικροοργανισμοί προσκολλώνται στις καρδιακές βαλβίδες, αναπτύσσονται και δημιουργούνται ανώμαλες δομές (εκβλαστήσεις). Οι εκβλαστήσεις μπορεί να παρεμποδίσουν την φυσιολογική σύγκλειση της βαλβίδας, με αποτέλεσμα την βαλβιδική ανεπάρκεια. Μία καρδιακή βαλβίδα που ήδη έχει ανώμαλη δομή, είναι πιο επιρρεπής να αναπτύξει λοιμώδη ενδοκαρδίτιδα.
- Ρευματικός πυρετός: Ο ρευματικός πυρετός είναι μία συστηματική λοίμωξη του σώματος, όταν υπάρξει προσβολή από στρεπτόκοκκο (group A Streptococcus) που δεν έχει θεραπευθεί (συνήθως εμφανίζεται ως λοίμωξη αναπνευστικού-αμυγδαλίτιδα). Ο ρευματικός πυρετός προκαλεί φλεγμονή των καρδιακών βαλβίδων, ενώ προσβάλει και άλλα όργανα του ανθρώπινου σώματος. Αποτελεί πια σπάνια επιπλοκή στις ανεπτυγμένες χώρες λόγω της χρήσης αντιβιοτικών, αλλά είναι συχνό αίτιο βαλβιδικής νόσου στις αναπτυσσόμενες χώρες.
- Συγγενής ανωμαλία της καρδιάς: Παιδιά που γεννιούνται με συγκεκριμένες ανωμαλίες της καρδιάς, μπορεί να αναπτύξουν ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας.
- Άλλα καρδιακά νοσήματα: Η ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας μπορεί να αναπτυχθεί ως αποτέλεσμα διαφόρων παθήσεων της καρδιάς, όπως έμφραγμα μυοκαρδίου ή κάκωση καρδιακού μυός.
- Τραύμα: Ένα θωρακικό τραύμα σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει ρήξη των γλωχίνων ή/και τον δομών που συγκρατούν τις γλωχίνες (τενόντιων χορδών), οδηγώντας σε ανεπάρκεια της βαλβίδας.
Ποια είναι τα σημεία και συμπτώματα της ανεπάρκειας μιτροειδούς βαλβίδας;
Οι περισσότεροι ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας είναι ασυμπτωματικοί. Άτομα με ήπια ή ακόμα και μέτρια ανεπάρκεια μπορεί να μην αναπτύξουν ποτέ συμπτώματα ή σοβαρές επιπλοκές. Ακόμα και άτομα με σοβαρού βαθμού ανεπάρκεια μπορεί να είναι ασυμπτωματικά, μέχρι να εμφανιστεί καρδιακή ανεπάρκεια (διαβάστε περισσότερα στον σύνδεσμο https://kolios-kardiologos.gr/kardiaki-aneparkeia ) , κολπική μαρμαρυγή (διαβάστε περισσότερα στον σύνδεσμο https://kolios-kardiologos.gr/kolpiki-marmarigi ) ή πνευμονική υπέρταση. Η πνευμονική υπέρταση αναπτύσσεται όταν η πίεση στην πνευμονική αρτηρία αυξάνεται, οδηγώντας σε αύξηση του έργου της δεξιάς κοιλίας.
Ασθενείς με σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς και διάταση της αριστερής κοιλίας τελικά αναπτύσσουν συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας, όπως αδυναμία, εύκολη κόπωση και δύσπνοια στην προσπάθεια ή/και στην ηρεμία και οίδημα.
Πώς τίθεται η διάγνωση της ανεπάρκειας μιτροειδούς βαλβίδας;
Η διάγνωση μπορεί να τεθεί με ειδικές εξετάσεις, συνήθως μετά από ακρόαση της καρδιάς και την ανάδειξη καρδιακού φυσήματος. Το φύσημα αναπτύσσεται λόγω του θορύβου που προκύπτει από την στροβιλώδη ροή του αίματος διαμέσου της ανεπαρκούσης βαλβίδας.
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ): Ένα ΗΚΓ (διαβάστε περισσότερα στον σύνδεσμο https://kolios-kardiologos.gr/ilektrokardiographima ) παρέχει μία εικόνα της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς η οποία με τη σειρά της προκαλεί την συστολή της. Το ΗΚΓ μπορεί να ανιχνεύσει καρδιακές αρρυθμίες ή ισχαιμική νόσο της καρδιάς ως αίτιο της ανεπάρκειας μιτροειδούς.
- Ακτινογραφία θώρακος: Η ακτινογραφία θώρακος δείχνει το σχήμα και μέγεθος της καρδιάς και των μεγάλων αγγείων του θώρακα. Επιπλέον μπορεί να αναδείξει τυχόν συλλογή υγρού στους πνεύμονες. Πολλοί ασθενείς με σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας έχουν καρδιομεγαλία στην ακτινογραφία θώρακος.
- Υπέρηχος καρδιάς (τρίπλεξ) : Ο υπέρηχος καρδιάς (https://kolios-kardiologos.gr/iperixoskardias ) χρησιμοποιεί υψήσυχνα ηχητικά κύματα για την απεικόνιση του μεγέθους και της λειτουργικότητας των καρδιακών βαλβίδων και λοιπών καρδιακών δομών, της κινητικότητάς τους και του πάχους τους. Επίσης μπορεί να γίνει μέτρηση αιμοδυναμικών παραμέτρων, όπως των πιέσεων στην πνευμονική αρτηρία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο υπέρηχος καρδιάς πραγματοποιείται με την χρήση ειδικής κεφαλής η οποία τοποθετείται στον θώρακα με χρήση κατάλληλης γέλης (gel), για καλύτερη απεικόνιση της καρδιάς. Αυτού του είδους ο υπέρηχος ονομάζεται διαθωρακικός. Εάν οι εικόνες που λαμβάνονται από τον διαθωρακικό υπέρηχο δεν είναι ικανοποιητικές, μπορεί να συστηθεί διοισοφάγειος υπέρηχος καρδιάς. Σε αυτή την περίπτωση χορηγείται φαρμακευτική μέθη στον ασθενή και η κεφαλή του υπερήχου εισέρχεται στον οισοφάγου από το στόμα. Με αυτό τον τρόπο ο καρδιολόγος έχει καλύτερη απεικόνιση της καρδιάς.
Κάθε πότε πρέπει να επανεκτιμώνται οι ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας;
Ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας θα πρέπει να ελέγχονται περιοδικά για να εκτιμάται η ανάγκη θεραπείας. Η συχνότητα με την οποία χρήζει επανεκτίμηση με υπέρηχο καρδιάς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η σοβαρότητα της ανεπάρκειας, το μέγεθος και η λειτουργία της αριστερής κοιλίας και η παρουσία συμπτωμάτων, και μπορεί να χρήζει επαναληπτικού ελέγχου από εξάμηνο μέχρι και διετία. Ο θεράπων ιατρός θα κρίνει τον χρόνο για την διενέργεια νέου υπερήχου.
Μπορούν οι ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς να ασκηθούν;
Ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς μπορεί να ασκηθούν κανονικά εφόσον:
- Δεν έχουν συμπτώματα
- Έχουν φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό
- Έχουν φυσιολογικό μέγεθος αριστερής κοιλίας και αριστερού κόλπου
- Έχουν φυσιολογική πνευμονική πίεση.
Ο θεράπων ιατρός θα μπορεί να κρίνει τον βαθμό και την ένταση της άσκησης ανάλογα με τα ευρήματα από την κλινική εξέταση και τον απεικονιστικό έλεγχο (διαβάστε περισσότερα στον σύνδεσμο https://kolios-kardiologos.gr/οφέλη-και-κίνδυνοι-άσκησης ).
Τι συμβαίνει σε περίπτωση που μία γυναίκα επιθυμεί να μείνει έγκυος ενώ έχει ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας;
Ασθενείς με χρόνια ήπια ή μέτρια ανεπάρκεια μιτροειδούς συνήθως δεν έχουν αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση επιπλοκών κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης. Αντιθέτως, γυναίκες με σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας, ιδίως αν παρουσιάζουν συμπτώματα ή άλλες επιπλοκές, έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών κατά την εγκυμοσύνη. Γυναίκες με ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας θα πρέπει να συμβουλεύονται τον θεράποντα καρδιολόγο τους για τους κινδύνους και τα οφέλη από μία ενδεχόμενη εγκυμοσύνη και την πιθανότητα να χρειαστεί να υποβληθούν σε διόρθωση της βαλβίδας ή χειρουργική αντικατάσταση προ της εγκυμοσύνης.
Μπορεί να εμφανιστεί καρδιακή αρρυθμία σε ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας;
Ασθενείς με χρόνια ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας μπορεί να αναπτύξουν καρδιακή αρρυθμία, συνηθέστερα κολπική μαρμαρυγή (ΚΜ) (https://kolios-kardiologos.gr/kolpiki-marmarigi ) . Στην ΚΜ, ταχέα, χαοτικά ηλεκτρικά ερεθίσματα προκαλούν την δημιουργία άρρυθμων χτύπων στην καρδιά, με αποτέλεσμα ο ασθενής να αισθάνεται έναν άρρυθμο σφυγμό και αίσθημα παλμών. Η ΚΜ μπορεί να μειώσει επιπλέον την ποσότητα αίματος που αντλείται από την καρδιά προς την συστηματική κυκλοφορία, ενώ αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Οι ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας που αναπτύσσουν κολπική μαρμαρυγή συνήθως θα πρέπει να λαμβάνουν φάρμακα που μειώνουν την πηκτικότητα του αίματος (αραιώνουν το αίμα), και ελέγχουν ή αποκαθιστούν τον καρδιακό ρυθμό. Μετά την αρχική αντιμετώπιση της ΚΜ, οι ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς συνήθως συστήνεται να υποβληθούν σε χειρουργική διόρθωση ή αντικατάσταση της βαλβίδας, προτού ο αριστερός κόλπος αυξηθεί σημαντικά σε μέγεθος. Η καθυστέρηση της χειρουργικής διόρθωσης της βαλβίδας, μπορεί να κάνει πιο δύσκολη την αποκατάσταση του καρδιακού ρυθμού και την ανάταξη της ΚΜ σε φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό. Σε ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς, η χρόνια ΚΜ αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο δημιουργίας θρόμβου ο οποίος μπορεί να αποκολληθεί και να εμβολίσει μία αρτηρία του εγκεφάλου (προκαλώντας εγκεφαλικό) ή κάποιο άλλο σημείο του σώματος.
Ποια είναι η θεραπεία της ανεπάρκειας μιτροειδούς βαλβίδας;
Η θεραπεία της ανεπάρκειας μιτροειδούς εξαρτάται από την σοβαρότητα των συμπτωμάτων , την αιτία της ανεπάρκειας και την παρουσία ή μη άλλων προβλημάτων υγείας. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι ασθενείς με ήπια ή μέτρια ανεπάρκεια συνήθως δεν απαιτούν κάποια ιδιαίτερη θεραπεία. Η θεραπεία εκλογής για την πλειοψηφία των ασθενών με σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς είναι η χειρουργική διόρθωση ή αντικατάσταση της βαλβίδας (διαβάστε περισσότερα στον σύνδεσμο https://kolios-kardiologos.gr/προεγχειρητικός-έλεγχος-και-εκτίμησ ). Παρόλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις, η χειρουργική αντιμετώπιση μπορεί να καθυστερήσει ή να αναβληθεί λόγω σοβαρών συνοδών προβλημάτων που αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο του χειρουργείου.
Διόρθωση βαλβίδας: Κατά την διάρκεια χειρουργικής διόρθωσης της βαλβίδας, ο χειρουργός αναδιαμορφώνει την γηγενή βαλβίδα, με στόχο την μείωση του παλινδρομούντος αίματος. Σε αυτή την περίπτωση, οι ασθενείς δεν απαιτείται να λάβουν μακροχρόνια αντιπηκτική αγωγή (εφόσον δεν έχουν κολπική μαρμαρυγή).
Αντικατάσταση βαλβίδας: Σε περίπτωση χειρουργικής αντικατάστασης της μιτροειδούς βαλβίδας, η γηγενής βαλβίδα αντικαθίσταται από μία προσθετική, είτε μεταλλική είτε βιοπροσθετική (από βιολογικά υλικά όπως χοίρεια βαλβίδα) ( https://kolios-kardiologos.gr/προσθετική-βαλβίδα ). Οι μεταλλικές βαλβίδες έχουν το μειονέκτημα της εφόρου ζωής λήψης αντιπηκτικής αγωγής (ασενοκουμαρόλη-sintrom), ενώ οι βιοπροσθετικές βαλβίδες, (οι οποίες γενικά δεν απαιτούν τη λήψη ασενοκουμαρόλης), έχουν το μειονέκτημα της πιο γρήγορης φθοράς με αποτέλεσμα την ανάγκη για πιο σύντομα αντικατάσταση, ειδικά σε άτομα ηλικίας κάτω των 60 ετών. Οι ασθενείς με ΚΜ, γενικά χρειάζεται να λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή εφόρου ζωής, ανεξάρτητα από τον τύπο της προσθετικής βαλβίδας. Επομένως, σε περίπτωση αντικατάστασης της βαλβίδας με προσθετική, ο ασθενής με τον θεράποντα καρδιολόγο θα αποφασίσουν από κοινού για το είδος της προσθετικής βαλβίδας που θα χρησιμοποιηθεί, ζυγίζοντας πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για κάθε τύπο.
Συνήθως συστήνονται τα εξής:
- Μεταλλική προσθετική βαλβίδα σε ασθενείς κάτω των 60 με 65 ετών που δεν έχουν αντένδειξη για εφόρου ζωής λήψη αντιπηκτικής αγωγής
- Βιοπροσθετική βαλβίδα σε ασθενείς άνω των 70 ετών
- Βιοπροσθετική ή μεταλλική βαλβίδα σε ασθενείς μεταξύ 65 και 70 ετών
- Βιοπροσθετική βαλβίδα σε ασθενείς που αντενδείκνυται να λάβουν εφόρου ζωής αντιπηκτική αγωγή, που δεν μπορεί να ελέγχεται η δοσολογία της αντιπηκτικής αγωγής τακτικά (βάσει του INR), ή λόγω επιθυμίας του ασθενούς.
Οι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να εξέλθουν του νοσοκομείου πέντε με έξι μέρες μετά το χειρουργείο. Ορισμένοι μπορεί να εξέλθουν και νωρίτερα ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να χρειαστεί να νοσηλευτούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Μία εβδομάδα μετά το χειρουργείο ο ασθενής επανεξετάζεται από τον θεράποντα καρδιοχειρουργό και καρδιολόγο, ενώ ακολουθεί και μετεγχειρητικός υπέρηχος καρδιάς και ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Χρειάζεται να λαμβάνει κάποιος με ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας προφυλακτική αντιβιοτική αγωγή;
Η λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα αποτελεί μία φλεγμονή των βαλβίδων της καρδιάς . Οι περισσότεροι ασθενείς με ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας που δεν έχουν χειρουργηθεί, δεν απαιτείται να λαμβάνουν αντιβιοτική αγωγή προφυλακτικά πριν από οδοντιατρική ή χειρουργική παρέμβαση. Αντιθέτως, ασθενείς με προσθετική βαλβίδα πρέπει να λαμβάνουν αντιβιοτική προφυλακτική αγωγή πριν από οδοντιατρικές πράξεις ή άλλη χειρουργική παρέμβαση.
Για περισσότερες πληροφορίες να συμβουλεύεστε πάντα τον θεράποντα ιατρό σας.
Επιμέλεια
Μάριος Δ. Κολιός
Ειδικός Καρδιολόγος -Στρατιωτικός Ιατρός
Επιστημονικός Συνεργάτης Α’ Καρδιολογικής Κλινικής Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων
Βιβλιογραφία:
Jones EC, Devereux RB, Roman MJ, et al. Prevalence and correlates of mitral regurgitation in a population-based sample (the Strong Heart Study). Am J Cardiol 2001; 87:298.
Joint Task Force on the Management of Valvular Heart Disease of the European Society of Cardiology (ESC), European Association for Cardio-Thoracic Surgery (EACTS), Vahanian A, et al. Guidelines on the management of valvular heart disease (version 2012). Eur Heart J 2012; 33:2451.
Nishimura RA, Otto CM, Bonow RO, et al. 2014 AHA/ACC guideline for the management of patients with valvular heart disease: a report of the American College of Cardiology/American Heart Association Task Force on Practice Guidelines. J Am Coll Cardiol 2014; 63:e57.
Bonow RO, Nishimura RA, Thompson PD, Udelson JE. Eligibility and Disqualification Recommendations for Competitive Athletes With Cardiovascular Abnormalities: Task Force 5: Valvular Heart Disease: A Scientific Statement From the American Heart Association and American College of Cardiology. J Am Coll Cardiol 2015; 66:2385.
Wilson W, Taubert KA, Gewitz M, et al. Prevention of infective endocarditis: guidelines from the American Heart Association: a guideline from the American Heart Association Rheumatic Fever, Endocarditis, and Kawasaki Disease Committee, Council on Cardiovascular Disease in the Young, and the Council on Clinical Cardiology, Council on Cardiovascular Surgery and Anesthesia, and the Quality of Care and Outcomes Research Interdisciplinary Working Group. Circulation 2007; 116:1736.